- περισώσῃ
- περισώζωsave aliveaor subj mid 2nd sgπερισώζωsave aliveaor subj act 3rd sgπερισώζωsave alivefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσωση — η, Ν η διάσωση από καταστροφή ή από επικίνδυνη κατάσταση («η περίσωση τών έργων τέχνης κατά την περίοδο τής κατοχής υπήρξε μεγάλο κατόρθωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισώζω. Η λ., στον λόγιο τ. περίσωσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς] … Dictionary of Greek
περισώσηι — περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj mid 2nd sg περισώσῃ , περισώζω save alive aor subj act 3rd sg περισώσῃ , περισώζω save alive fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)